- κερατοδερμία
- Δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας και προσβάλλει συχνότερα τα χέρια και τα πόδια. Υπάρχουν δύο μορφές κ.: η ιδιοπαθής και η δευτεροπαθής. Η πρώτη, γνωστή και ως νόσος του Μελέντα, είναι κληρονομική, ενώ η δεύτερη εμφανίζεται σε διάφορες δερματοπάθειες (ψωρίαση, έκζεμα, τριχοφυΐα) ως σύμπτωμα δηλητηρίασης με αρσενικό και ως επαγγελματική νόσος εργαζομένων που έρχονται σε επαφή με ερεθιστικές χημικές ουσίες.
* * *ηιατρ. κάθε πάθηση τού δέρματος που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratodermia < kerato- (πρβλ. κέρας, -τος) + -derm- (πρβλ. -δερμα) + κατάλ. -ία (πρβλ. -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.